σκυλάκη
From LSJ
Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich
English (LSJ)
ἡ, = σκυλάκαινα, Orph.A.979.
German (Pape)
[Seite 907] ἡ, poet. fem. zu σκύλαξ, Orph. Arg. 977.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. σκύλαξ.