σκωλήκωσις
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
-εως, ἡ, a being worm-eaten, Thphr. HP 7.5.6.
German (Pape)
[Seite 909] ἡ, = σκωληκίασις, zw. Conj.
Greek (Liddell-Scott)
σκωλήκωσις: -εως, ἡ, τὸ νὰ πληρωθῇ τις ὑπὸ σκωλήκων, τὸ νὰ γείνῃ σκωληκόβρωτος, «σκωλήκιασμα», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 6.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α σκωληκοῦμαι
το να γεμίσει κάποιος από σκουλήκια, σκουλήκιασμα.