σκωλήκωσις

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκωλήκωσις Medium diacritics: σκωλήκωσις Low diacritics: σκωλήκωσις Capitals: ΣΚΩΛΗΚΩΣΙΣ
Transliteration A: skōlḗkōsis Transliteration B: skōlēkōsis Transliteration C: skolikosis Beta Code: skwlh/kwsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, a being worm-eaten, Thphr. HP 7.5.6.

German (Pape)

[Seite 909] ἡ, = σκωληκίασις, zw. Conj.

Greek (Liddell-Scott)

σκωλήκωσις: -εως, ἡ, τὸ νὰ πληρωθῇ τις ὑπὸ σκωλήκων, τὸ νὰ γείνῃ σκωληκόβρωτος, «σκωλήκιασμα», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 6.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, Α σκωληκοῦμαι
το να γεμίσει κάποιος από σκουλήκια, σκουλήκιασμα.