σκωληκοκτόνος

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121

Greek Monolingual

-ο, Ν
αυτός που σκοτώνει σκουλήκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληκας + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδοκτόνος.