σπειροκέφαλον
From LSJ
English (LSJ)
τό, (σπεῖρα 1.8) base and capital of a column, CIG3148.19, 29 (Smyrna), Rev.Phil.44.74 (Aphrodisias), prob. in AJA 9.307 (Sinope).
Greek (Liddell-Scott)
σπειροκέφᾰλον: τό, (σπεῖρα 8) ἡ βάσις καὶ ἡ κεφαλὴ κίονος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3148. 19, 29.
Greek Monolingual
τὸ, Α
η βάση κίονα και το κιονόκρανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + κεφαλή (πρβλ. μυοκέφαλον)].