σπουδαρχέω
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
= σπουδαρχιάω, D.C.36.27, al., Them.Or.8.103c.
German (Pape)
[Seite 925] sich eifrig um ein Staatsamt bewerben, sich zu Aemtern drängen, D. Cass. 36, 10 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδαρχέω: σπουδαρχιάω, Θεμίστ. 103C, Συνέσ. 240Α, Δίων Κ. 36. 10, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
briguer une charge.
Étymologie: σπουδάρχης.