στάμα

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Μ
1. το μέρος όπου στέκεται κάποιος
2. η θέση του αυτοκράτορα στον ιππόδρομο
3. ανάπαυλα, διακοπή, σταμάτημα («ἐν ὅλῃ τῇ ἡμέρᾳ ἔσχε στάμαπόλεμος», Θεοφάν. Ομ.)
4. στον πληθ. τὰ στάματα
τα πλευρά του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στă- του ἵστημι + κατάλ. -μα].
(II)
το, Ν
βλ. στάγμα.