στάτιον

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

τὸ, Α στατός / στάτος]
δοχείο υγρών τοποθετημένο σε σταθερή, μόνιμη θέση.