ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
το, Ν
1. σημείο στο οποίο στέκεται κάποιος
2. χώρος στον οποίο συχνάζει κανείς («θά 'ρθεις στο στέκι μας;»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το γ' ενικό στέκει του στέκω ως ουδέτερο].