στέκι

From LSJ

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448

Greek Monolingual

το, Ν
1. σημείο στο οποίο στέκεται κάποιος
2. χώρος στον οποίο συχνάζει κανείς («θά 'ρθεις στο στέκι μας;»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το γ' ενικό στέκει του στέκω ως ουδέτερο].