στίλψις
From LSJ
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
English (LSJ)
-εως, ἡ, (στίλβω) shining, glittering, Tz.H.10.330, al.
German (Pape)
[Seite 944] εως, ἡ, das Glänzen, Schol. Lycophr. 249.
Greek (Liddell-Scott)
στίλψις: -εως, ἡ, (στίλβω) λάμψις, ἀκτινοβολία, «γυάλισμα», Ὠριγέν., Τζέτζ.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, ΜΑ στίλβω
λάμψη, στιλπνότητα.