σταδόν

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

Greek Monolingual

Μ
επίρρ. με σταθερότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στα του ἵστημι + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. ἀμφαδόν)].