ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
Μεπίρρ. με σταθερότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στα του ἵστημι + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. ἀμφαδόν)].