στενοθώραξ
From LSJ
English (LSJ)
-ᾱκος, ὁ, ἡ, narrow-chested, Gal.17(2).532.
German (Pape)
[Seite 935] ακος, mit enger, schmaler Brust, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
στενοθώραξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στενὸν θώρακα, στενὸν στῆθος, Γαλην.
Full diacritics: στενοθώραξ | Medium diacritics: στενοθώραξ | Low diacritics: στενοθώραξ | Capitals: ΣΤΕΝΟΘΩΡΑΞ |
Transliteration A: stenothṓrax | Transliteration B: stenothōrax | Transliteration C: stenothoraks | Beta Code: stenoqw/rac |
-ᾱκος, ὁ, ἡ, narrow-chested, Gal.17(2).532.
[Seite 935] ακος, mit enger, schmaler Brust, Galen.
στενοθώραξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στενὸν θώρακα, στενὸν στῆθος, Γαλην.