στερήσιμος

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερήσιμος Medium diacritics: στερήσιμος Low diacritics: στερήσιμος Capitals: ΣΤΕΡΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: sterḗsimos Transliteration B: sterēsimos Transliteration C: sterisimos Beta Code: sterh/simos

English (LSJ)

στερήσιμον, liable to confiscation, τὸ πλοῖον σ. ἔστω POxy.36 ii 11 (ii/iii A.D.); also στερέσιμος (q.v.).

Greek Monolingual

και στερέσιμος, -ον, Α στέρησις / στέρεσις]
1. αυτός που υπόκειται σε αφαίρεση, σε απόσπαση
2. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να στερηθεί
3. (το ουδ. του τ. στερέσιμος ως ουσ.) τὸ στερέσιμον
πρόστιμο που επιβαλλόταν ως ποινή.