στερήσιμος
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
English (LSJ)
στερήσιμον, liable to confiscation, τὸ πλοῖον σ. ἔστω POxy.36 ii 11 (ii/iii A.D.); also στερέσιμος (q.v.).
Greek Monolingual
και στερέσιμος, -ον, Α στέρησις / στέρεσις]
1. αυτός που υπόκειται σε αφαίρεση, σε απόσπαση
2. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να στερηθεί
3. (το ουδ. του τ. στερέσιμος ως ουσ.) τὸ στερέσιμον
πρόστιμο που επιβαλλόταν ως ποινή.