στηθοκατάρρους
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
ο, Ν
ιατρ. κατάρρους του στήθους, παλαιός όρος για την τραχειίτιδα και τη βρογχίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κατάρρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Ι. Σκυλίσση].