στιχόμετρο

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(γραφ. τεχν.) αριθμημένος σε στιγμές και τετράγωνα τών δώδεκα στιγμών κανόνας για τη μέτρηση τών στίχων, του μεγέθους τών τυπογραφικών στοιχείων και τών διαστημάτων σε ένα στοιχειοθετημένο κείμενο, αλλ. στιγμόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + μέτρο].