στλεγγιδολήκυθος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, the slave who carried his master's στλεγγίς and λήκυθος to the bath, Poll.3.154 (who censures the word).
German (Pape)
[Seite 945] ὁ, wie ξυστολήκυθος, der Diener, der seinem Herrn στλεγγίς und λήκυθος nach in's Bad trägt, Poll. 3, 154.
Greek (Liddell-Scott)
στλεγγῐδολήκῠθος: ὁ, ὁ δοῦλος ὁ φέρων τὴν τοῦ κυρίου του στλεγγίδα καὶ λήκυθον εἰς τὸ λουτρόν, Πολυδ. Γ΄, 154 (ὅστις καὶ ψέγει τὴν λέξιν)· πρβλ. ξυστρολήκυθος.
Greek Monolingual
και στελγιδολήκυθος, ὁ, Α
ο δούλος που κρατούσε στο λουτρό τη στλεγγίδα και τη λήκυθο του κυρίου του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στλεγγίς / στελγίς -ίδος + λήκυθος.