στομοδόκος
From LSJ
Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu
Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu
Full diacritics: στομοδόκος | Medium diacritics: στομοδόκος | Low diacritics: στομοδόκος | Capitals: ΣΤΟΜΟΔΟΚΟΣ |
Transliteration A: stomodókos | Transliteration B: stomodokos | Transliteration C: stomodokos | Beta Code: stomodo/kos |
στομοδόκον, = στωμύλος, Pherecr.234.
[Seite 948] = στωμύλος, Gramm., z. B. Poll. 2, 101 aus Pherecrat.
στομοδόκος: -ον, = στωμύλος, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 71, Ἡσύχ.
-ον, Α
στωμύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόκος.