στρατούλα

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

Greek Monolingual

η, Ν στράτα
1. υποκορ. μικρός δρόμος, δρομάκι
2. (ιδίως για τα νήπια) τα πρώτα βήματα
3. τετράπλευρο τροχοφόρο κιγκλίδωμα χρήσιμο για την υποβοήθηση τών νηπίων στα πρώτα τους βήματα, αλλ. περπατούρα.