Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στώμιξ

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στώμιξ Medium diacritics: στώμιξ Low diacritics: στώμιξ Capitals: ΣΤΩΜΙΞ
Transliteration A: stṓmix Transliteration B: stōmix Transliteration C: stomiks Beta Code: stw/mic

English (LSJ)

ικος, ἡ, wooden beam, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

στώμιξ: -ικος, ἡ, ξυλίνη δοκός, Ἡσύχ. (ἔνθα στῶμιξ).

Greek Monolingual

-ικος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) ξύλινη δοκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη ρίζα στητού ἵστημι, αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -ω- (βλ. λ. στοά), έρρινο ένθημα -μ- (πρβλ. στημων, σταμίν) και επίθημα -ιξ (πρβλ. ρωσ. stam-ik)].