συγκαταδαρθάνω
From LSJ
English (LSJ)
in aor. 2 -έδαρθον, as aor. of συγκαθεύδω, sleep with one, Ar.Ec.613,622 (anap.).
German (Pape)
[Seite 964] (s. δαρθάνω), mit od. bei Einem schlafen; ξυγκαταδαρθεῖν, Ar. Eccl. 613. 622.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταδαρθάνω: (fut. συγκαταδαρθήσω, aor. 2 συγκατέδαρθον) вместе спать Arph.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταδαρθάνω: καταδαρθάνω ὁμοῦ, συγκαθεύδω, συγκοιμῶμαι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 613, 622.
Greek Monolingual
Α
κοιμάμαι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταδαρθάνω «κοιμάμαι»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-καταδαρθάνω, Att. ook ξυγκαταδαρθάνω samen naar bed gaan:. ἔξεσται προῖκ’ αὐτῷ ξυγκαταδαρθεῖν hij zal gratis met ze naar bed mogen Aristoph. Eccl. 613.