συγχυσμός

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχυσμός Medium diacritics: συγχυσμός Low diacritics: συγχυσμός Capitals: ΣΥΓΧΥΣΜΟΣ
Transliteration A: synchysmós Transliteration B: synchysmos Transliteration C: sygchysmos Beta Code: sugxusmo/s

English (LSJ)

ὁ, pouring of oil into lamps, Stud.Pal.22.183.105 (ii A.D.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
χύσιμο λαδιού σε λυχνία («εἰς συγχυσμὸν ἱερεῡσι... ταῖς κωμασίαις τῶν θεῶν ἐλαίου μετρηταί», παπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χυσμός (< θ. χυ- του χέω)].