συγχυσμός

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχυσμός Medium diacritics: συγχυσμός Low diacritics: συγχυσμός Capitals: ΣΥΓΧΥΣΜΟΣ
Transliteration A: synchysmós Transliteration B: synchysmos Transliteration C: sygchysmos Beta Code: sugxusmo/s

English (LSJ)

ὁ, pouring of oil into lamps, Stud.Pal.22.183.105 (ii A.D.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
χύσιμο λαδιού σε λυχνία («εἰς συγχυσμὸν ἱερεῡσι... ταῖς κωμασίαις τῶν θεῶν ἐλαίου μετρηταί», παπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χυσμός (< θ. χυ- του χέω)].