συμμεταλαμβάνω

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταλαμβάνω Medium diacritics: συμμεταλαμβάνω Low diacritics: συμμεταλαμβάνω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: symmetalambánō Transliteration B: symmetalambanō Transliteration C: symmetalamvano Beta Code: summetalamba/nw

English (LSJ)

partake in a thing with another, τινί τινος J.AJ5.9.1: c. gen., κινήσεων M.Ant.9.41; πάθους A.D.Adv.162.7.

German (Pape)

[Seite 981] (s. λαμβάνω), mit Teil od. Anteil nehmen, Sp., wie M. Aut. 9, 39.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταλαμβάνω: λαμβάνω μέρος εἴς τι πρᾶγμα μετά τινος ἄλλου, συμμετέχω τινὸς μετά τινος, τινί τινος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 9, 1· ὡσαύτως, συμ. τινός, ἔκ τινος πράγματος, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 9. 41.

Greek Monolingual

ΜΑ
συμμετέχω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταλαμβάνω «συμμετέχω»].