συμπίπρημι

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπίπρημι Medium diacritics: συμπίπρημι Low diacritics: συμπίπρημι Capitals: ΣΥΜΠΙΠΡΗΜΙ
Transliteration A: sympíprēmi Transliteration B: sympiprēmi Transliteration C: sympiprimi Beta Code: sumpi/prhmi

English (LSJ)

set fire to or burn at the same time, πάντα J.BJ6.5.2: c. dat., Str.17.3.14:—Pass., Ph.2.565.

French (Bailly abrégé)

brûler avec ou ensemble.
Étymologie: σύν, πίπρημι.

Russian (Dvoretsky)

συμπίπρημι: сжигать (τι Plut. - v.l. к ἐμπίπρημι).

Greek (Liddell-Scott)

συμπίπρημι: πίμπρημικαίω ὁμοῦ μετά τινος, Θεόδ. Πρόδρ. σελ. 5.

Greek Monolingual

Α
καίω κάτι μαζί με κάτι άλλο, βάζω φωτιά συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πίπρημι «καίω»].