συμπίπρημι
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
set fire to or burn at the same time, πάντα J.BJ6.5.2: c. dat., Str.17.3.14:—Pass., Ph.2.565.
French (Bailly abrégé)
brûler avec ou ensemble.
Étymologie: σύν, πίπρημι.
Russian (Dvoretsky)
συμπίπρημι: сжигать (τι Plut. - v.l. к ἐμπίπρημι).
Greek (Liddell-Scott)
συμπίπρημι: πίμπρημι ἢ καίω ὁμοῦ μετά τινος, Θεόδ. Πρόδρ. σελ. 5.
Greek Monolingual
Α
καίω κάτι μαζί με κάτι άλλο, βάζω φωτιά συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πίπρημι «καίω»].