συμπεθεριό
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
Greek Monolingual
το, τ. πληθ. και συμπεθέρια, Ν συμπέθερος
1. η συμπεθεριά
2. συνεκδ. οι συμπέθεροι ως σύνολο.