συμπεθεριό

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

το, τ. πληθ. και συμπεθέρια, Ν συμπέθερος
1. η συμπεθεριά
2. συνεκδ. οι συμπέθεροι ως σύνολο.