νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Full diacritics: συνάξῐμος | Medium diacritics: συνάξιμος | Low diacritics: συνάξιμος | Capitals: ΣΥΝΑΞΙΜΟΣ |
Transliteration A: synáximos | Transliteration B: synaximos | Transliteration C: synaksimos | Beta Code: suna/cimos |
συνάξιμον, = συνακτός, Eust.929.32.
συνάξιμος: -ον, = συνακτός, «συμφερτή..., ὅ ἐστι συμφορητὴ καὶ συνάξιμος ἐκ πολλῶν» Εὐστ. 929. 32.
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει προέλθει από συλλογή, από μάζεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύναξις + κατάλ. -ιμος (πρβλ. μίξιμος)].