συνάρω
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
German (Pape)
[Seite 1004] (s. ἄρω), wie συναρμόζω, zusammenfügen u. verbinden; – intrans., συνήραρεν ἀοιδή, der Gesang hing zusammen, war verbunden, H. h. Apoll. 164; φάλαγξ συναραρυῖα, Luc. Zeux. 8.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. συνῆρσα et pf. συνάραρα, ion. συνάρηρα;
être ajusté, uni.
Étymologie: σύν, *ἄρω.
Russian (Dvoretsky)
συνάρω: (ᾰ) (только aor. συνῆρσα и pf. συνάρᾱρᾰ - ион. συνάρηρα) быть слаженным, складным, стройным: συνάρηρεν ἀοιδή HH стройно зазвучала песнь; ἡ φάλαγξ καρτερῶς συναραρυῖα Luc. плотно сомкнутый строй.