συναποκλύζω
From LSJ
English (LSJ)
wash away with or at once, Philum.Ven.1.
German (Pape)
[Seite 1002] mit od. zugleich ab- od. wegspülen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
συναποκλύζω: ἀποπλύνω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, πολὺ αἷμα προχεόμενον δύναταί τι καὶ τοῦ ἰοῦ συναποκλύζειν Διοσκ. π. Ἰοβόλ. κεφ. β΄, σ. 61, ἔκδ. Kühn.
Greek Monolingual
Α
αποπλύνω, ξεπλένω κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποκλύζω «ξεπλένω καλά, αποτρέπω με καθαρμούς»].