συνδιαπίπτω

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαπίπτω Medium diacritics: συνδιαπίπτω Low diacritics: συνδιαπίπτω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: syndiapíptō Transliteration B: syndiapiptō Transliteration C: syndiapipto Beta Code: sundiapi/ptw

English (LSJ)

fall upon together, descend to an heir from many ancestors, εἰς ὃν ἁ τᾶς Ἑλλάδος εὐγένεια ἐν τοῖς μάλιστα συνδιαπείπτει IG42(1).86.10 (Epid.).

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαπίπτω: διαπίπτω ὁμοῦ, Φωτ. Βιβλ. 120. 13.

Greek Monolingual

ΜΑ
πέφτω ανάμεσα, εμπίπτω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
αρχ.
(σχετικά με προγόνους) ανάγομαι σε πολλούς μαζί («εἰς ὅν ἁ τᾱς Ἑλλάδος εὐγένεια ἐν τοῖς μάλιστα συνδιαπείπτει», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαπίπτω «πέφτω ανάμεσα»].