συνεπακολουθώ
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
συνεπακολουθῶ, -έω, ΝΑ
νεοελλ.
(ως τριτοπρόσ.) συνεπακολουθεί
επακολουθεί κατ' ανάγκην
αρχ.
ακολουθώ κάποιον από κοντά, συνοδεύω κάποιον.