πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
συνεπακολουθῶ, -έω, ΝΑνεοελλ.(ως τριτοπρόσ.) συνεπακολουθείεπακολουθεί κατ' ανάγκηναρχ.ακολουθώ κάποιον από κοντά, συνοδεύω κάποιον.