συνεπακολουθώ

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source

Greek Monolingual

συνεπακολουθῶ, -έω, ΝΑ
νεοελλ.
(ως τριτοπρόσ.) συνεπακολουθεί
επακολουθεί κατ' ανάγκην
αρχ.
ακολουθώ κάποιον από κοντά, συνοδεύω κάποιον.