συνεπιβλέπω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
regard at the same time, Antip.Stoic.3.256; consider as well, Gal.9.498.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιβλέπω: ἐπιβλέπω συγχρόνως ἢ ὁμοῦ συμπαρατηρῶ, Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418. 27, Γαλην. τ. 8, σ. 320.
Greek Monolingual
ΝΜA
επιβλέπω κάτι συγχρόνως με άλλον
αρχ.
1. παρατηρώ κάτι συγχρόνως με κάποιον
2. μελετώ, εξετάζω επιπροσθέτως («ἐπιδεικνύντος μου σφαλλομένους τοὺς ἄνευ τοῦ συνεπιβλέπειν τὸ μέγεθος... ἀποφαινομένους τι», Γαλ.).