συνεπιλείπω
From LSJ
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
English (LSJ)
fail together with, Plot.6.5.12, Iamb.VP35.252.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιλείπω: ἐκλείπω ὁμοῦ, τότε συνεπιλιπεῖν συνέβαινε τὴν ἐπιστήμην τοῖς ἐπισταμένοις Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. σ. 202, Πλωτῖν. τ. 2, σ. 1228, 2, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 184C.
Greek Monolingual
Α ἐπιλείπω
λείπω μαζί με κάτι άλλο («ἵνα τῷ μεγέθει τοῦ ὄγκου συνεπιλείπῃ», Πλωτίν.).