συνηχώ

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

συνηχῶ, -έω, ΝΑ ἠχῶ
ηχώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον άλλο ή ηχώ σε συμφωνία ή αρμονία με κάποιον άλλο
αρχ.
1. αντηχώ
2. κάνω κάποιον να αντηχεί
3. μτφ. συμφωνώ με κάποιον.