συνοδοντίς
From LSJ
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, (συνόδους) a large kind of
A tunny, Ath.7.312b.
b a fish of the Nile, Diph.Siph.ib.8.356f: hence συνοδοντῖτις (sc. λίθος), ιδος, ἡ, a stone found in its head, Plin.HN37.182.
Greek (Liddell-Scott)
συνοδοντίς: -ίδος, ἡ, (συνόδους) εἶδος θύννου ἀγρευομένου ἐν τῷ Νείλῳ, Ἀθήν. 312Β, Δίφιλ. Σίφν. αὐτόθι 356F· ― συνοδοντῖτις (λίθος) ιδος, ἡ, λίθος μικρὸς εὑρισκόμενος ἐν τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ, Πλίν. 37. 67.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. ονομασία μεγάλου θύννου
2. ονομασία ψαριού του Νείλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνόδους, -οντος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. σφυρίς)].
German (Pape)
ίδος, ἡ, ein Nilfisch, eine Thunfischart, Ath. VII.312b, VIII.356f.