συνύφανση
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
η / συνύφανσις, -άνσεως, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνύφανσις Α συνυφαίνω
η ταυτόχρονη ύφανση σχεδίων, χρωμάτων ή υφαντικών υλών μέσα στο ίδιο ύφασμα.
η / συνύφανσις, -άνσεως, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνύφανσις Α συνυφαίνω
η ταυτόχρονη ύφανση σχεδίων, χρωμάτων ή υφαντικών υλών μέσα στο ίδιο ύφασμα.