συστοίχως

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σύστοιχα Ν
επίρρ. βλ. σύστοιχος.

Russian (Dvoretsky)

συστοίχως: в одном ряду: τὰ σ. λεγόμενα Arst. вещи, именуемые однородными.