συστοίχως

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σύστοιχα Ν
επίρρ. βλ. σύστοιχος.

Russian (Dvoretsky)

συστοίχως: в одном ряду: τὰ σ. λεγόμενα Arst. вещи, именуемые однородными.