συστοίχως
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και σύστοιχα Ν
επίρρ. βλ. σύστοιχος.
Russian (Dvoretsky)
συστοίχως: в одном ряду: τὰ σ. λεγόμενα Arst. вещи, именуемые однородными.