Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Full diacritics: σφριαί | Medium diacritics: σφριαί | Low diacritics: σφριαί | Capitals: ΣΦΡΙΑΙ |
Transliteration A: sphriaí | Transliteration B: sphriai | Transliteration C: sfriai | Beta Code: sfriai/ |
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀπειλαί, ὀργαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σφρίγος, σφριγῶ με υστερογενή σίγηση του ενδοφωνηεντικού -γ-].