λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
η Ν
ιατρ. μακροσκοπική εξέταση του ανθρώπινου σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -σκοπία (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. σπλαγχνο-σκοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θεόφ. Καΐρη].