σύμφραξις
τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
English (LSJ)
-εως, ἡ, closing up, obstruction, Thphr. CP 5.11.3.
Greek (Liddell-Scott)
σύμφραξις: -εως, ἡ, τὸ συμφράττειν, συγκλείειν, ἐμποδίζειν, κωλύειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 11, 3.
Greek Monolingual
-άξεως, ἡ, Α συμφράσσω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμφράσσω.
Translations
obstruction
Armenian: խոչընդոտում, խափանում; Bulgarian: преграждане, блокиране; Finnish: estäminen; German: Obstruktion, Verhinderung, Blockierung, Störung; Greek: απόφραξη, φράξιμο; Ancient Greek: Ancient Greek: ἀντισκότησις, ἀπόφραξις, ἔμφραγμα, ἔμφραξις, ἐνεδρεία, κόλλημα, παρεμποδισμός, στέγνωσις, σύμφραξις, φραγμός; Hungarian: akadályozás; Indonesian: obstruksi; Latin: obstructio; Marathi: अडथळा, अवरोध; Romanian: împiedicare, obstrucționare, blocare, obstrucție; Russian: препятствие, обструкция, препятствование; Scottish Gaelic: amaladh; Serbo-Croatian Roman: opstrukcija, ometanje; Turkish: engel olma