ἔμφραγμα

From LSJ

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμφραγμα Medium diacritics: ἔμφραγμα Low diacritics: έμφραγμα Capitals: ΕΜΦΡΑΓΜΑ
Transliteration A: émphragma Transliteration B: emphragma Transliteration C: emfragma Beta Code: e)/mfragma

English (LSJ)

-ατος, τό, (ἐμφράσσω)
A barrier, obstacle, Isoc.7.40, Plu.2.745f (pl.).
2 wooden framework, casing, in plural, Ph.Bel.66.47.
3 pl., impacted faeces, Archig. ap. Aët.6.27.
4 impaction of foetus, Hp.Oct.10.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 barrera, obstáculo ἀνακαθαίρειν τὰ ἐμφράγματα de los sedimentos en un canal, Str.9.2.18, cf. Plu.2.745e, fig. c. gen. obj. ἐμφράγματα ... τῶν ἁμαρτημάτων de las leyes, Isoc.7.40, ἔ. τῆς εἰσόδου τὴν ἀρετὴν προισχόμενος habiendo tomado a la virtud como barrera para la entrada del demonio, Apoll.Mt.74.2
barrera, protección Ph.Bel.66.47.
2 medic. obstrucción οὐδ' ἐμφράγματα γινόμενα ποιεῖ τὸν φαγόντ' ἀρθριτικόν y las obstrucciones que suceden no vuelven artrítico al que come Damox.2.31, πολλὰ ... ἐμποδὼν αὐτῷ κωλύματα καὶ ἐμφράγματα en las venas, Hp.Flat.8, cf. 14, de las heces en el intestino, Archig. en Aët.6.27, cf. Hippiatr.31.2, Hippiatr.Paris.460
en sent. abstr. ὅταν ἐπὶ πόδας ὁρμήσῃ (τὸ παιδίον), γίνεται τὰ ἐμφράγματα Hp.Oct.2, cf. Gal.7.16, en el colon, Hippiatr.43.2.

German (Pape)

[Seite 820] τό, das Eingestopfte, die Verstopfung, Hippocr., Plut. Symp. 9, 14, 6; übertr., ἔμφ. τῶν ἁμαρτημάτων, νόμοι, Isocr. 7, 40; vgl. ἐμφράττω.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qui obstrue, obstacle.
Étymologie: ἐμφράσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἔμφραγμα: ατος τό загородка, преграда (καταπλάττειν ἐμφράγμασι Plut.; τοὺς νόμους ἐμφράγματα ποιεῖσθαι τῶν ἁμαρτημάτων Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔμφραγμα: τό, (ἐμφράσσω), φραγμός, Ἰσοκρ. 148. ΙΙ. = ἔμφραξις, Ἱππ. 258. 39, Πλάτ. 2. 745Ε.

Greek Monolingual

το (AM ἔμφραγμα)
οτιδήποτε χρησιμοποιείται για το φράξιμο ενός ανοίγματος, φραγμός, τάπα, θούλλωμα
νεοελλ.
1. στην οδοντιατρική, η ουσία με την οποία φράσσεται η κοιλότητα τερηδονισμένου δοντιού, κν. σφράγισμα
2. στην παθολογία, βλάβη κάποιου οργάνου που παρουσιάζει κοκκώδη μορφή και γενικά κάθε σπλαγχνική βλάβη ή αλλοίωση που είναι νεκρωτική
3. (ειδ. στην καρδιολογία) η απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβο αίματος και η επακόλουθη ατροφία και νέκρωση του ιστού τον οποίο τροφοδοτούσε
αρχ.
1. (για έμβρυο) έμφραξη, συμπίεση
2. ξύλινη θήκη, κάλυμμα.

Translations

obstruction

Armenian: խոչընդոտում, խափանում; Bulgarian: преграждане, блокиране; Finnish: estäminen; German: Obstruktion, Verhinderung, Blockierung, Störung; Greek: απόφραξη, φράξιμο; Ancient Greek: Ancient Greek: ἀντισκότησις, ἀπόφραξις, ἔμφραγμα, ἔμφραξις, ἐνεδρεία, κόλλημα, παρεμποδισμός, στέγνωσις, σύμφραξις, φραγμός; Hungarian: akadályozás; Indonesian: obstruksi; Latin: obstructio; Marathi: अडथळा, अवरोध; Romanian: împiedicare, obstrucționare, blocare, obstrucție; Russian: препятствие, обструкция, препятствование; Scottish Gaelic: amaladh; Serbo-Croatian Roman: opstrukcija, ometanje; Turkish: engel olma