τάπερ

From LSJ

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ. πλαστικό δοχείο με σκέπασμα κατάλληλο για τη διατήρηση ή τη μεταφορά τροφίμων, πλαστικό κλειδοπίνακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. taper, ονομ. εταιρείας]. Βλέπε επίσης: ὅσπερ.