τάπα
From LSJ
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
Greek Monolingual
η, Ν
1. πώμα ιδίως από φελλό ή ξύλο
2. χάρτινο βύσμα κατάλληλο για συγκράτηση της γόμωσης τών εμπροσθογεμών όπλων
3. (στην καλαθοσφαίριση) κίνηση με την οποία ο αντίπαλος παίκτης χτυπάει την μπάλα κατά την άνοδό της προς τη στεφάνη για να μην σημειωθεί καλάθι
4. φρ. α) «έγινε τάπα»
(ενν. στο μεθύσι) έγινε τύφλα στο μεθύσι
β) «του [ή της] έριξε τάπα»
μτφ. τον [ή τήν] αποστόμωσε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tape].