γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος → region more fitting to beasts than men
see τεύχω.
τέτυξαι: βʹ ενικ. Παθ. παρακ. του τεύχω· τέτυξο, Επικ. βʹ ενικ. υπερσ.· τετύχθαι, απαρ. παρακ.· τετύχθω, γʹ ενικ. προστ.