τέτυξαι

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

English (Autenrieth)

see τεύχω.

Greek Monotonic

τέτυξαι: βʹ ενικ. Παθ. παρακ. του τεύχω· τέτυξο, Επικ. βʹ ενικ. υπερσ.· τετύχθαι, απαρ. παρακ.· τετύχθω, γʹ ενικ. προστ.