φοῦσκα
Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass
English (LSJ)
ἡ, = Lat. posca, sour wine, Aët.3.81, Alex.Trall.5.5.
German (Pape)
[Seite 1301] ἡ, saurer Wein, das lat. posca.
Greek (Liddell-Scott)
φοῦσκα: ἡ. τὸ Λατ. posca, ὄξινος οἶνος, Ἀλέξ, Τραλλ. 7. 295.
Greek Monolingual
(I)
η, Ν
1. κύστη και, κυρίως, η ουροδόχος κύστη
2. μεγάλη φυσαλλίδα
3. φλύκταινα, φουσκάλα
4. μπαλόνι
5. το κάτω μέρος της βράκας, η φουφούλα
6. βοτ. κοινή ονομασία του είδους φυλλοβόλων θάμνων Colutea arborescens του γένους κολουτέα, που απαντά σε θαμνότοπους χαμηλού υψομέτρου σε όλη σχεδόν την Ελλάδα, αλλ. αγριοσιναμική
7. ναυτ. το ισχίο του πλοίου
8. ζωολ. κοινή ονομασία τών ασκιδίων
9. φρ. α) «αέρας της φούσκας»
ναυτ. επίφορος άνεμος
β) «αρμενισιά της φούσκας»
ναυτ. επίφορη ιστιοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φύσκη «κύστη», με τροπή του -υ- σε -ου- (πρβλ. ξυράφι: ξουράφι)].
(II)
ἡ, Α
ξινό κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. posca «ξινό κρασί»].