ταξινομικός
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταξινόμηση
2. φρ. α) «ταξινομικά χαρακτηριστικά»
βιολ. χαρακτηριστικά μορφολογικά, φυσιολογικά, συμπεριφοράς ή δομής, τα οποία οι συστηματικοί απομονώνουν από τα άλλα χαρακτηριστικά του οργανισμού και βάσει τών οποίων κάνουν συγκρίσεις και εκτιμήσεις
β) «ταξινομική βαθμίδα»
βιολ. η θέση, το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται μία ταξινομική κατηγορία στην ιεραρχία του συστήματος ταξινόμησης
γ) «ταξινομική κατηγορία»
βιολ. ταξινομική ομάδα η οποία έχει παραδοσιακά και συμβολικά γίνει αποδεκτή στην ιεραρχία ενός συστήματος ταξινόμησης και έχει λάβει την ονομασία του είδους, του γένους, της οικογένειας και τών άλλων υποδιαιρέσεων.
επίρρ...
ταξινομικώς και ταξινομικά Ν
1. με ταξινόμηση
2. σε ό,τι αφορά την ταξινόμηση, από ταξινομική πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταξινόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ιωάνν. Πανταζίδη].