ταυροπάρθενος
From LSJ
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
English (LSJ)
ἡ, bull-maiden, i.e. Io, Lyc.1292, cf. Tz. ad loc.
German (Pape)
[Seite 1074] ἡ, Stierjungfrau, Beiw. der von Zeus in der Verwandlung eines Stieres entführten Europa; auch der in eine Kuh verwandelten, mit Stierantlitz vorgestellten Jo, Lycophr. 1292.
Greek (Liddell-Scott)
ταυροπάρθενος: ἡ, ἢ ἡ Εὐρώπη ὡς ἀπαχθεῖσα ὑπὸ ταύρου, ἢ ἡ Ἰὼ ἡ εἰς βοῦν μεταβληθεῖσα, Λυκόφρ. 1292.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. προσωνυμία της κόρης του Αγήνορος, της Ευρώπης, επειδή τήν άρπαξε ο Ζευς παίρνοντας τη μορφή ταύρου
2. προσωνυμία της Ιούς επειδή μεταμορφώθηκε σε ταύρο από την Ήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + παρθένος.