ταυρόφθαλμος

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρόφθαλμος Medium diacritics: ταυρόφθαλμος Low diacritics: ταυρόφθαλμος Capitals: ΤΑΥΡΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: tauróphthalmos Transliteration B: taurophthalmos Transliteration C: tavrofthalmos Beta Code: tauro/fqalmos

English (LSJ)

ταυρόφθαλμον, bull-eyed, Heph.Astr.2.2.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει μάτια ταύρου, ο βοϊδομάτης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταυρόφθαλμον
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ὀφθαλμός (πρβλ. αἰγόφθαλμος)].