ταχυδινής
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
ταχυδινές, whirling quickly, Nonn. D. 34.1.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠδῑνής: -ές, ὁ ταχέως περιδινούμενος, περιστεφόμενος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νόννου.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που περιστρέφεται γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -δινής (< δινῶ «περιστρέφω, στροβιλίζω»), πρβλ. βραδυδινής].
German (Pape)
[ῑ], ές, sich schnell im Kreise drehend, Nonn.