τεθάφαται
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
Ion. 3pl. pf. Pass. of θάπτω, f.l. in Hdt.6.103.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pf. Pass. ion. de θάπτω.
Russian (Dvoretsky)
τεθάφᾰται: ион. 3 л. pl. pf. pass. к θάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
τεθάφᾰται: Ἰων. γ΄ πληθ. πρκμ. τοῦ θάπτω, Ἡρόδ. 6. 103.
Greek Monotonic
τεθάφᾰται: Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του θάπτω.