τελεσιούργημα

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελεσῐούργημα Medium diacritics: τελεσιούργημα Low diacritics: τελεσιούργημα Capitals: ΤΕΛΕΣΙΟΥΡΓΗΜΑ
Transliteration A: telesioúrgēma Transliteration B: telesiourgēma Transliteration C: telesioyrgima Beta Code: telesiou/rghma

English (LSJ)

-ατος, τό, an accomplished purpose, Plb.3.4.12.

German (Pape)

[Seite 1085] τό, die vollendete Arbeit. – Auch der Zweck der Arbeit, Pol. 3, 4, 12.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
achèvement, terme d'une entreprise.
Étymologie: τελεσιουργέω.

Russian (Dvoretsky)

τελεσιούργημα: ατος τό окончание, выполнение, завершение (τῆς πραγματείας Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

τελεσιούργημα: τό, σκοπὸς ἐκτελεσθείς, Πολύβ. 3. 4, 12. 2) = τελετή, Ἀνθολ. Παλατ. 7. 406 ἐν τῷ λήμματι..

Greek Monolingual

τὸ, Α τελεσιουργῶ
1. τελειωμένη, ολοκληρωμένη εργασία
2. τελετή.

Greek Monotonic

τελεσιούργημα: τό, κατορθωμένος σκοπός, σε Πολύβ.

Middle Liddell

τελεσιούργημα, ατος, τό,
an accomplished purpose, Polyb.