τελεσιούργημα
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
English (LSJ)
-ατος, τό, an accomplished purpose, Plb.3.4.12.
German (Pape)
[Seite 1085] τό, die vollendete Arbeit. – Auch der Zweck der Arbeit, Pol. 3, 4, 12.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
achèvement, terme d'une entreprise.
Étymologie: τελεσιουργέω.
Russian (Dvoretsky)
τελεσιούργημα: ατος τό окончание, выполнение, завершение (τῆς πραγματείας Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
τελεσιούργημα: τό, σκοπὸς ἐκτελεσθείς, Πολύβ. 3. 4, 12. 2) = τελετή, Ἀνθολ. Παλατ. 7. 406 ἐν τῷ λήμματι..
Greek Monolingual
τὸ, Α τελεσιουργῶ
1. τελειωμένη, ολοκληρωμένη εργασία
2. τελετή.
Greek Monotonic
τελεσιούργημα: τό, κατορθωμένος σκοπός, σε Πολύβ.
Middle Liddell
τελεσιούργημα, ατος, τό,
an accomplished purpose, Polyb.