τελματιαῖος
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
α, ον, of a marsh, [ὕδατα] τ. stagnant waters, Arist.Mete.353b24; (ζῷα) Id.HA487a27; βάτραχοι ib.626a9; ποταμοί Id.GA 741b2.
German (Pape)
[Seite 1088] zum Sumpfe od. Moraste gehörig, im Sumpfe lebende Tiere; ὕδωρ, βάτραχος, Arist. H. A. 1, 1. 9, 40.
Russian (Dvoretsky)
τελμᾰτιαῖος:
1 болотный, стоячий (ὕδωρ Arst.);
2 болотный, живущий в болоте (βάτραχοι Arst.);
3 болотистый, илистый (ποταμοί Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
τελμᾰτιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τέλμα, εἰς ἕλος, ὕδωρ τ., στάσιμον, λιμνάζον ὕδωρ, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 15· βάτραχοι αὐτόθι 9. 40, 37· ποταμοὶ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 5, 7.
Greek Monolingual
-α, -ο / τελματιαῖος, -αία, -ον, ΝΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέλμα («ὕδατα τελματιαῖα», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει ή που σχηματίζει τέλμα («ποταμοὶ τελματιαῖοι», Αριστοτ.)
2. φρ. «ζῷα τελματιαῖα» — ζώα που ζουν σε τέλματα (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλμα, -ατος + κατάλ -ιαῖος (πρβλ. νωτιαίος)].