τερατίας
From LSJ
οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders
English (LSJ)
-ου, ὁ, = τερατουργός, worker of marvels, D.S.34/5.2.8.
German (Pape)
[Seite 1092] ὁ, = τερατουργός, Gaukler, D. Sic.
Russian (Dvoretsky)
τερᾰτίᾱς: ου ὁ обманщик, плут Diod.
Greek (Liddell-Scott)
τερᾰτίας: -ου, = ὁ, τερατουργός, ὁ θαυμαστὰ καὶ παράδοξα μυθεύων, Διοδ. Ἐκλογ. 529. 59.
Greek Monolingual
ὁ, Α
άτομο που κάνει θαυμαστές ή παράδοξες, αλλόκοτες πράξεις, τερατουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + επίθημα -ίας (πρβλ. ξιφίας)].